-
1 ἀναγραφή
ἀναγραφή, ῆς, ἡ (γραφή ‘writing’; Pla., X. et al.; ins, pap, EpArist, Philo; Tat. 31, 4) ‘that which is written up’, pl. public records (Polyb.; Diod S 1, 31, 7 ἐν ταῖς ἱεραῖς ἀναγραφαῖς; Plut.; Jos., C. Ap. 1, 28; 2 Macc 2, 13; GDI 1743, 10) ἐπισκέπτεσθαι τὰς ἀ. τῶν χρόνων examine the records of the dates 1 Cl 25:5 (Diod S 16, 51, 2 of the ancient documents in Egyptian temples, a t.t. for official publications; s. AWilhelm, Sd.-Schrift österr. Archäol. Inst. 7, 1909, 271ff). -
2 ἀναγραφή
ἀναγρᾰφ-ή, ἡ,A inscribing, registering, of properties, contracts, etc., Pl.Lg. 850a;συναλλαγμάτων Arist.Pol. 1322b34
; of names of public benefactors, etc., X.Vect.3.11;στήλης IG2.14
c, cf. 227, etc.2ἀ. τῶν νόμων
codification,Lys.
30.25.3 Medic., prescription, formula, Hp.Decent.10; formula for a magic ink, PMag. Leid.V.12.16.4 record, description, Plb.3.33.17, Plu.Per.2, etc.II register, esp. in pl., public records, GDI1743.10 (Delph.), Plb.12.11.4, etc.: also ἀ. ἀρχόντων, φιλοσόφων, D.L.1.22,42;σταθμῶν Str.15.1.11
; copy of decree, SIG 622A8 (Delph., ii B. C.).2 the Sacred Scriptures, Ph.1.694.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναγραφή
-
3 συμβόλαιον
II in Law, contract, covenant, bond, in acknowledgement of a loan (v.συμβάλλω 1.6
), συμβολαίου λαχεῖν (sc. δίκην ) obtain leave to bring an action for enforcing a contract, Lys.17.3;οὐ τὸ παράπαν σ. ἐξαρνοῦνται μὴ γενέσθαι D.34.3
; συμβολαίου οὐκ ὄντος.. οὔτε ναυτικοῦ οὔτε ἐγγείου no bond with security either on bottomry or on land, Id.33.3, cf. SIG742.50 (Ephesus, i B.C.); ἀπώλλυτο καὶ τῷ πατρὶ τὸ ς. his loan would have been lost, D.49.2; ποιεῖσθαι τὸ ς. Arist.Rh.Al. 1431a17, etc.; of a receipt, BGU 1047 ii 3: mostly in pl., τὰ πρὸς ἀλλήλους ς. Pl.Plt. 295a;σ. ἃ πρὸς ἀλλήλους συμβάλλουσιν Id.R. 425c
;ἀνδρὶ.. συμμείξαντι σ. μετρίως Id.Lg. 958c
; τὰ Ἀθήναζε καὶ τὰ Ἀθήνηθεν ς. bonds for money lent on freights to and from Athens, D.32.1;τὰ σ. διαλύειν Arist. Pol. 127a10
, cf. IG12.16.7, 116.18, al.;τὰ σ. καὶ τὰ ἄλλα νομίσματα Phld.Rh.1.233
S.; δικαστήριον τὸ διαλῦσον τὰ μετέωρα ς. pending suits for enforcing contracts, Supp.Epigr.1.363.9, al. (Samos, iii B.C.), cf. SIG344.24 (Teos, iv B.C.); , cf. Arist.Pol. 1275b9; ἀντίδικος ἐκ συμβολαίων the opposite party in such a suit, Is.5.33; συμβόλαια ἀποστερεῖν fail in payment of money lent on such bond, Isoc.12.243, D.32.7; πράξεις συμβολαίων exaction of such moneys, And.1.88; μικρῶν ἕνεκα ς. for paltry sums so lent, Lys.12.98: more generally, τὰ τοῦ καθ' ἡμέραν βίου ς., i.e. the engagements of life, common civil rights, D.18.210; τὰ περὶ τὴν ἀγορὰν ς. Arist.Pol. 1300b12; ἀναγραφὴ τῶν ς. Thphr.Fr.97.2;ἐὰν μή τις ἄγῃ πρὸς ἴδιον σ. ἐγκαλῶν τι αὐτῷ SIG494.8
(Delph., iii B.C.).2 generally, engagement, E. Ion 411; τὰ ἄλλα ς. other transactions (than wills), Is.4.12, cf. Isoc.20.16, Pl.Lg. 913a; of the relation between ward and guardian, ib. 922a; τὰ ἑκούσια ς. Id.R. 556b, Arist. EN 1164b13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβόλαιον
-
4 ἱστορικός
A exact, precise, scientific, ; τῶν παρὰ τοῖς ἄλλοις εὑρημένων ἱ. well-informed respecting.. or able to recount.., Arist.Rh. 1359b32;ἀποδείξεις ἱστορικῶν Phld.D.1.23
. Adv. - κῶς scientifically, accurately, Arist.GA 757b35; by personal observation,κατ αμαθεῖν τι Gal.14.275
.II belonging to history, historical,πραγματεῖαι D.H.1.1
; τύπος (opp. λογικός) Id.Dem.24;ἀναγραφή Id.1.4
;γράμματα Plu.Them.13
: Subst., historian, Arist. Po. 1451b1, Aristeas 31, Phld.Rh.1.200S., D.H.4.6, D.S.1.6, etc.;- ώτατος βασιλέων Plu.Sert.9
. Adv.-κῶς, ἱ. καὶ διδασκαλικῶς Str. 1.1.10
; ἱ. καὶ ἐξηγητικῶς, opp. ἀποδεικτικῶς, Phld.Mus.p.12 K.; but ἐξηγητικώτερον ἢ -ώτερον, of Aristotle's method in HA, Antig.Mir.60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱστορικός
См. также в других словарях:
αναγραφή — η 1. καταγραφή, εγγραφή σε στήλη, κατάλογο κτλ.: Η αναγραφή των ολυμπιονικών άρχισε το 776 π.Χ. 2. καταχώριση, δημοσίευση σε εφημερίδα: Ματαιώθηκε η αναγραφή της είδησης στην εφημερίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγραφή — Κατάλογος των νικητών στους Πανελλήνιους αγώνες της αρχαιότητας, ιδιαίτερα στην Ολυμπία και τουςΔελφούς.Αρχικά τα ονόματα των νικητών χαράσσονταν σε στήλες, αλλά οι κατάλογοι αυτοί δενήταν πλήρεις και γι’ αυτό κατά τον 4o αι. π.Χ. έγινε η πρώτη α … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ II — Е. в православной Церкви II тысячелетия Е. в Византии в XI в. К XI в. визант. богослужение приобрело почти тот вид, какой оно сохраняло в правосл. Церкви все последующее тысячелетие; в его основе лежала древняя к польская традиция, значительно… … Православная энциклопедия
τρίπολη — I Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αρκαδίας και της επαρχίας Μαντινείας. Χτισμένη στους πρόποδες του Μαινάλου (υψόμ. 663 μ.) σε σχέδιο των Βαβαρών (1836) και περικλειόμενη από διαδοχικά ορεινά συγκροτήματα, στο κέντρο σχεδόν της… … Dictionary of Greek
σύμβολο — το / σύμβολον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμβολον και σύββολον Α 1. παραστατικό σημείο, έμψυχο ον ή πράγμα που αντιπροσωπεύει κατά σύμβαση ορισμένη έννοια, τής οποίας αποτελεί την εικόνα, το χαρακτηριστικό γνώρισμα, το έμβλημα (α. «ο σταυρός είναι το… … Dictionary of Greek
Χρονικά — I Ιστορικές αφηγήσεις, που περιορίζονται στην αναγραφή των γεγονότων με καθαρά χρονολογνκή σειρά, και για τον λόγο αυτό διακρίνονται από την κυρίως ιστορία, που είναι μαζί σύνθεση και ερμηνεία των γεγονότων. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της… … Dictionary of Greek
Σάθας, Κωνσταντίνος — Έλληνας ιστοριοδίφης· ο κορυφαίος από τους πρωτοπόρους των νεοελληνικών ιστορικών ερευνών (Αθήνα 1842 Παρίσι 1914). Γαλαξιδιώτης την καταγωγή, ο Σ. ξεκίνησε για να σπουδάσει ιατρική. Ένα τυχαίο εύρημά του, το περίφημο χειρόγραφο του Χρονικού του… … Dictionary of Greek
ВЕИС — [греч. Βέης] Никос (2 или 22.12.1883, Триполи 12.10.1958, Афины), греч. византинист, историк Церкви, действительный чл. Афинской академии (1943), специалист по греч. палеографии и лит ре. Изучал филологию в Афинском ун те, учился у С. Ламброса и… … Православная энциклопедия
βελομαντεία — η τρόπος μαντείας με αναγραφή των ονομάτων επάνω σε βέλη, τοποθέτηση των βελών σε φαρέτρα και ανακίνηση μέχρι να βγει έξω κάποιο απ αυτά … Dictionary of Greek
πορτολάνος — και πορτουλάνος, ο, και πορτολάνα, η, Ν ναυτ. 1. ναυτικός χάρτης, μεγάλης κλίμακας με λεπτομερή αναγραφή τών λιμανιών και τών ακτών που χρησιμοποιείται από τους ναυτικούς 2. βιβλίο όπου αναγράφονται τα λιμάνια και δίνονται λεπτομέρειες για τα… … Dictionary of Greek