Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀναγραφὴ τῶν ς

См. также в других словарях:

  • αναγραφή — η 1. καταγραφή, εγγραφή σε στήλη, κατάλογο κτλ.: Η αναγραφή των ολυμπιονικών άρχισε το 776 π.Χ. 2. καταχώριση, δημοσίευση σε εφημερίδα: Ματαιώθηκε η αναγραφή της είδησης στην εφημερίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναγραφή — Κατάλογος των νικητών στους Πανελλήνιους αγώνες της αρχαιότητας, ιδιαίτερα στην Ολυμπία και τουςΔελφούς.Αρχικά τα ονόματα των νικητών χαράσσονταν σε στήλες, αλλά οι κατάλογοι αυτοί δενήταν πλήρεις και γι’ αυτό κατά τον 4o αι. π.Χ. έγινε η πρώτη α …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ II — Е. в православной Церкви II тысячелетия Е. в Византии в XI в. К XI в. визант. богослужение приобрело почти тот вид, какой оно сохраняло в правосл. Церкви все последующее тысячелетие; в его основе лежала древняя к польская традиция, значительно… …   Православная энциклопедия

  • τρίπολη — I Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αρκαδίας και της επαρχίας Μαντινείας. Χτισμένη στους πρόποδες του Μαινάλου (υψόμ. 663 μ.) σε σχέδιο των Βαβαρών (1836) και περικλειόμενη από διαδοχικά ορεινά συγκροτήματα, στο κέντρο σχεδόν της… …   Dictionary of Greek

  • σύμβολο — το / σύμβολον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμβολον και σύββολον Α 1. παραστατικό σημείο, έμψυχο ον ή πράγμα που αντιπροσωπεύει κατά σύμβαση ορισμένη έννοια, τής οποίας αποτελεί την εικόνα, το χαρακτηριστικό γνώρισμα, το έμβλημα (α. «ο σταυρός είναι το… …   Dictionary of Greek

  • Χρονικά — I Ιστορικές αφηγήσεις, που περιορίζονται στην αναγραφή των γεγονότων με καθαρά χρονολογνκή σειρά, και για τον λόγο αυτό διακρίνονται από την κυρίως ιστορία, που είναι μαζί σύνθεση και ερμηνεία των γεγονότων. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της… …   Dictionary of Greek

  • Σάθας, Κωνσταντίνος — Έλληνας ιστοριοδίφης· ο κορυφαίος από τους πρωτοπόρους των νεοελληνικών ιστορικών ερευνών (Αθήνα 1842 Παρίσι 1914). Γαλαξιδιώτης την καταγωγή, ο Σ. ξεκίνησε για να σπουδάσει ιατρική. Ένα τυχαίο εύρημά του, το περίφημο χειρόγραφο του Χρονικού του… …   Dictionary of Greek

  • ВЕИС — [греч. Βέης] Никос (2 или 22.12.1883, Триполи 12.10.1958, Афины), греч. византинист, историк Церкви, действительный чл. Афинской академии (1943), специалист по греч. палеографии и лит ре. Изучал филологию в Афинском ун те, учился у С. Ламброса и… …   Православная энциклопедия

  • βελομαντεία — η τρόπος μαντείας με αναγραφή των ονομάτων επάνω σε βέλη, τοποθέτηση των βελών σε φαρέτρα και ανακίνηση μέχρι να βγει έξω κάποιο απ αυτά …   Dictionary of Greek

  • πορτολάνος — και πορτουλάνος, ο, και πορτολάνα, η, Ν ναυτ. 1. ναυτικός χάρτης, μεγάλης κλίμακας με λεπτομερή αναγραφή τών λιμανιών και τών ακτών που χρησιμοποιείται από τους ναυτικούς 2. βιβλίο όπου αναγράφονται τα λιμάνια και δίνονται λεπτομέρειες για τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»